- ῥάμφει
- ῥάμφοςcrooked beakneut nom/voc/acc dual (attic epic)ῥάμφεϊ , ῥάμφοςcrooked beakneut dat sg (epic ionic)ῥάμφοςcrooked beakneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κανθώδης — κανθώδης, ες (Α) [κανθός] κυρτός, καμπύλος («ῥάμφει κανθώδει», Καλλ.) … Dictionary of Greek
υπαποψήχω — Α αποξέω βαθμιαία, ξύνω σιγά σιγά («ὑπαποψήχουσα [ἡ χελιδὼν] τῷ ράμφει [τὸν πηλὸν] τὴν... οἰκοδομίαν χειρουργεῑ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποψήχω «ξύνω, τρίβω»] … Dictionary of Greek